- υποτυπωτικώς
- Αεπίρρ. βλ. ὑποτυπωτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποτυπωτικῶς — ὑποτυπωτικός by way of outline adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτυπωτικός — ή, όν, Α [ὑποτυπῶ] πολύ συνοπτικός, περιληπτικός. επίρρ... ὑποτυπωτικῶς Α περιληπτικά, συνοπτικά … Dictionary of Greek